Μια εβδομάδα μετά τη θύμηση του ηρωικού 1821,
έρχεται η θύμηση του δικού μας, του κυπριακού έπους του 1955 - 1959, η
1η Απριλίου, του αγώνα που έγινε για να ελευθερωθεί η Κύπρος από τον
αγγλικό ζυγό, για να ζήσει επιτέλους λεύτερη και χωρίς περιορισμούς.
Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία του κυπριακού λαού που γινόταν ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΗ
επανάσταση κατά του κατακτητή, μιας και η Κύπρος από τα βάθη των αιώνων
βρισκόταν πάντοτε στο στόχαστρο κατακτητών.
Μετά τους δύο παγκόσμιους πολέμους, των οποίων το νόημα στη συνείδηση
του απλού λαού καταστάλαξε ότι ήταν η απόχτηση της ελευθερίας, οι
Κύπριοι άρχισαν, για ακόμη μια φορά, να ζητούν την απεξάρτησή τους από
τη Βρετανική Αυτοκρατορία. Μετά την περίτρανη συμμετοχή της Κύπρου στο Β
Παγκόσμιο Πόλεμο παρά το πλευρό της Μεγάλης Βρετανίας, οι Κύπριοι ήθελαν
αυτό που τους υποσχέθηκαν οι Άγγλοι, δηλαδή το δικαίωμα για ελευθερία
και αυτοδιάθεση. Aμέσως, όμως, μετά το πέρας του Πολέμου το 1945, όλες
οι υποσχέσεις των Βρετανών ξεχάστηκαν, όπως έγινε και μετά τον Α
Παγκόσμιο Πόλεμο.
Έτσι, το Δεκέμβριο του 1946, μικρή Κυπριακή Αντιπροσωπεία μετέβηκε στο
Λονδίνο για να ζητήσει - και να λάβει αρνητική απάντηση - αυτό που της
είχε υποσχεθεί. Έτσι, η Εκκλησία της Κύπρου, αποφασίζει να διεξάγει -
παρά την άρνηση της κυβέρνησης - δημοψήφισμα αναφορικά με το πολιτικό
μέλλον της Κύπρου. Το δημοψήφισμα, που έλαβε χώρα στις 15 Ιανουαρίου
1950, και στο οποίο ψήφισαν τόσο Ε/Κ όσο και Τ/Κ, Αρμένιοι, Λατίνοι και
Μαρωνίτες, απέφερε το συντριπτικό αποτέλεσμα του 95,7 % να φρονεί υπέρ
της ένωσης με την Ελλάδα. Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε ότι, στην αντίληψη
των τότε Κυπρίων, η ελευθερία της νήσου είχε τη μορφή ένωσης με την
Ελλάδα, μιας και οι Κύπριοι, χιλιάδες χρόνια σκλάβοι, δεν μπορούσαν να
αντιληφθούν την έννοια του ανεξάρτητου και ίδιου κράτους.
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ανακοίνωσε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ
στον Κυβερνήτη, Sir Andrew Rite, ο οποίος στις 22 Φεβρουαρίου 1950
απάντησε ότι το ζήτημα της Ένωσης ήταν κλειστό. Έτσι, ο Αρχιεπίσκοπος
κάνοντας ένα διπλωματικό ελιγμό, αποστέλλει επιστολή στον Κυβερνήτη,
ζητώντας, σύμφωνα με την από 16 Δεκεμβρίου 1952 απόφαση της Γενικής
Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών και τα αποτελέσματα του Δημοψηφίσματος, να
διενεργήσει νέο δημοψήφισμα, το οποίο θα διευκόλυνε την εξάσκηση του
δικαιώματος της αυτοδιάθεσης. Αποτέλεσμα ήταν να πάρει άλλη μία αρνητική
απάντηση.
Έτσι, στις 10 Αυγούστου 1953, εκ μέρους του λαού της Κύπρου, ο
Αρχιεπίσκοπος υποβάλλει αίτηση για εγγραφή στην ημερήσια διάταξη της
Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, αίτημα όμως το οποίο απορρίφθηκε,
μιας και η Κύπρος δεν αποτελούσε κρατική οντότητα. Το ποτήρι ξεχείλησε
στις 28 Ιουλίου 1954, ημέρα που διεξάγηκε ευρεία συζήτηση για το
Κυπριακό στη Βουλή των Κοινοτήτων και ο Υφυπουργός Αποικιών Hopkinson
υποστήριξε ότι η Κύπρος ήταν στρατηγική περιοχή και ουδέποτε δεν θα
μπορούσε να τύχει αυτοδιάθεσης. Ο λαός της Κύπρου αγανακτισμένος, άρχισε
να βρίσκει συμπαράσταση από την Ελλάδα, η οποία έφερε το θέμα της Κύπρου
στα Ηνωμένα Έθνη. Mε αυτό άρχισαν να γίνονται σκέψεις για διεξαγωγή
διπλωματικού και ένοπλου αγώνα...
Να αναφέρουμε εδώ ότι ο Στρατηγός Γεώργιος Γρίβας Διγενής είχε
παρασκηνιακές μυστικές και άτυπες συναντήσεις με το Στρατηγό Κοσμά,
Α/ΓΕΣ και άλλων στρατιωτικών παραγόντων, μεταξύ 1950 - 1954,
συγκεντρώνοντας παράλληλα οπλισμό. Οι πάντες αντιμετώπισαν θετικά και
υποσχέθηκαν βοήθεια, εκτός από το Στρατάρχη Παπάγο, αρχηγό της
αντιπολίτευσης, και μερικά μέλη της κυβέρνησης, τα οποία χαρακτήριζαν το
κίνημα πρόωρο. Ο Μακάριος συμφωνούσε με το Διγενή στην ουσία του αγώνα,
διαφωνούσαν όμως στις λεπτομέρειες και, κυρίως, στη μορφή του αγώνα
(ανταρτοπόλεμος, όχι ένοπλος αγώνας).
Η επιβίβαση του Διγενή στο νησί έγινε στη Χλώρακα, στις 10 Νοεμβρίου
1954 και έτσι αρχίζει η ουσιαστική προπαρασκευή του αγώνα, η οποία
παίρνει τη μορφή εκπαίδευσης μαχητών, λαμβάνει όμως μήνυμα να μην
αρχίσει των αγώνα γιατί στις 14 Δεκεμβρίου η Ελλάδα, ανεπιτυχώς, θέτει
θέμα αυτοδιάθεσης της Κύπρου στον ΟΗΕ. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η εσωτερική
αρνητική στάση των Κυπρίων. Έτσι, ο Διγενής ανενόχλητος άρχισε να
οργανώνει και τα διοικητικά του αγώνα, με αποτέλεσμα να καταχωρούνται
στο χάρτη πιθανοί στόχοι για έναρξη του αγώνα. Έτσι, με απόλυτη
μυστικότητα, στις 20 Μαρτίου 1955 όλα ήταν έτοιμα και το κίνημα έλαβε
την ονομασία ΕΟΚΑ (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών), θέτοντας ως D-Day
το βράδυ της 31ης Μαρτίου - 1ης Απριλίου, μετά από συνεννόηση με το
Μακάριο.
Έτσι, οργανωμένα πια,
αρχίζει ο αγώνας τα μεσάνυχτα της 31 Μαρτίου - 1ης Απριλίου
1955, στη Λευκωσία, Λάρνακα, Λεμεσό και σε στρατιωτικές θέσεις των
Άγγλων, αιφνιδιάζοντας τόσο τους Κυπρίους και τους Βρετανούς κατακτητές,
όσο και την Ελλάδα και τη Βρετανία. Αν και η πρώτη εντύπωση που δόθηκε
στον πληθυσμό της Κύπρου υπήρξε άριστη, ο ραδιοσταθμός των Αθηνών και
μερίδα του ΑΚΕΛ καταδίκασαν την ενέργεια αυτή, χρησιμοποιώντας βαριούς
χαρακτηρισμούς (τραμπούκοι, βαρελόττοι, ψευτοδιγενήδες, δυναμιτιστές
κτλ). Οι Άγγλοι δεν πίστευαν στις προκηρύξεις της ΕΟΚΑ, πιστεύοντας ότι
ήταν ένα κακόγουστο πρωταπριλιάτικο ψέμα, ενώ η Αστυνομία προέβαινε σε
σπασμωδικές κινήσεις.
Οι μάχες συνεχίζονται με
κύριο άξονα την αναδιοργάνωση - ενίσχυση και εκπαίδευση των
αντάρτικων ομάδων, τη μύηση του πληθυσμού στον αγώνα και τη
συμμετοχή της Νεολαίας. Η πρώτη οργανωμένη μαχητική διαδήλωση της
νεολαίας έγινε στη Λευκωσία, στις 24 Μαΐου 1955. Παράλληλα, η ΕΟΚΑ έδωσε
σημασία στη συμβολή του τύπου, της Εκκλησίας και στην παρακολούθηση των
αντιπάλων με, ομολογουμένως, δόλιους πολλές φορές τρόπους. Για μερικές
ημέρες καταλάγιαζε η δράση, για να εκτονωθεί αργότερα και συνέχιζε έτσι
ο αγώνας τις πρώτες ημέρες. Αν και οι Κύπριοι πατριώτες φείδονταν όπλων
και άλλων μέσων, αναπλήρωναν τις απώλειές τους με την κατασκευή
αυτοσχέδιων βομβών και χειροβομβίδων, η κατασκευή των οποίων κόστισε τη
ζωή σε αρκετούς.
Στο διπλωματικό
παρασκήνιο, η Μεγάλη Βρετανία άρχισε να ελίσσεται διπλωματικά, με
αποτέλεσμα στις 29 Αυγούστου 1955 να έχουμε στο Λονδίνο την Τριμερή
Διάσκεψη μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Ελλάδας - Τουρκίας. Στο μεταξύ,
εμφανίζονται οι πρώτες αντιθέσεις προς τον ανταρτοπόλεμο από μέρους της
Εκκλησίας... Οι Άγγλοι αρχίζουν να λαμβάνουν διάφορα μέτρα, όπως ο
νυχτερινός αποκλεισμός (curfew) διαφόρων περιοχών, η έρευνα σε σπίτια,
δρόμους και πλατείες και άλλα σκληρά μέτρα. Στις 3 Οκτωβρίου 1955,
αναλαμβάνει κυβερνήτης της Κύπρου, σε αντικατάσταση
του Armitage, o Στρατάρχης Sir John Harding, ο οποίος υπήρξε σύμφωνα με
πολλούς ο χειρότερος Άγγλος Κυβερνήτης.
Δεν άργησαν να φανούν οι
πραγματικές του προθέσεις όταν οι εορτασμοί για την 28 Οκτώβρη πνίγηκαν
στο αίμα με τη σύλληψη και θανατική καταδίκη του Μιχαλάκη Καραολή, αλλά
και τη σύλληψη μεγάλου αριθμού Κυπρίων. Στη συνέχεια, είναι αρκετές και
πολλές για να αναφερθούν εδώ οι ηρωικές μάχες των Κυπρίων κατά των
Άγγλων. Την 1η Ιανουαρίου 1956 ο Κυβερνήτης με ραδιοφωνικό
διάγγελμα λέει ότι «Οι ημέρες της ΕΟΚΑ είναι μετρημένες και υφαίνεται
γύρω απ αυτήν ο ιστός της αράχνης». Όμως, η ΕΟΚΑ συνέχιζε ανενόχλητη το
έργο της, με αποτέλεσμα ο Harding να καταφύγει για άλλη μια φορά στο
διπλωματικό επίπεδο, από 9 Ιανουαρίου μέχρι 29 Φεβρουαρίου 1956, γεγονός
το οποίο ναυάγησε για άλλη μια φορά.
Ο Διγενής στις 29
Ιανουαρίου 1956 δίνει εντολή για ανύψωση ελληνικών σημαιών στα σχολεία,
γεγονός το οποίο άρχισε να ανησυχεί τους Βρετανούς. Στις 9 Μαρτίου 1956,
συλλαμβάνεται ο Μακάριος στο αεροδρόμιο Λευκωσίας και εξορίζεται στις
Σεϋχέλλες, αφήνοντας την Κύπρο ορφανή διπλωματικά μέχρι και την επάνοδό
του στις 16 Αυγούστου του ίδιου χρόνου. Μαζί του εξορίστηκε και ο
Μητροπολίτης Κερύνειας. Έτσι, τα καθήκοντα του εθνάρχη εξασκούσε ο
Μητροπολίτης Κιτίου, Άνθιμος. Στο μεταξύ, άρχισε η καθολική συμμετοχή
του λαού στον αγώνα, ενώ το ΑΚΕΛ αρχίζει να εγκαταλείπει τα παλαιά
αδιάλλακτα συνθήματα και συζητούσε την ανάγκη «να βρει το Κόμμα τρόπο να
μπει στις διαπραγματεύσεις για να εξασφαλίσει ένα σύνταγμα βολικό για το
λαό». Ο Harding αρχίζει επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας σε ολόκληρη την
Κύπρο, συμπεριλαμβανομένης της καύσης δασών.
Επειδή άρχισε να γίνεται
μια προπαγάνδα εκ μέρους των Βρετανών ότι το μόνο που εμπόδιζε τη λύση
του Κυπριακού ήταν ο ένοπλος αγώνας της ΕΟΚΑ, ο Στρατηγός Διγενής με
προκήρυξη, κηρύσσει εκεχειρία, το βράδυ της 16 Αυγούστου 1956. Οι
κατακτητές, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός, προέβησαν σε ... προκήρυξη
εθελοντικής παράδοσης (!) όσων συμμετείχαν
στον αγώνα για να τους δοθεί αμνηστία. Στο διπλωματικό επίπεδο, γίνονται
προσφορές συντάγματος, οι οποίες όμως δεν ήταν λειτουργήσιμες και
αποδεκτές, ενώ παράλληλα οι Άγγλοι συνεχίζουν τις συλλήψεις και τους
βασανισμούς. Έτσι, αρχίζει πάλι η δράση της ΕΟΚΑ, μέχρι τις 14 Μαρτίου
1957, οπόταν και κηρύσσεται η δεύτερη εκεχειρία, που ήταν το επακόλουθο
της συζήτησης του Κυπριακού στον ΟΗΕ. |