ΙΕΡΑ ΣΥΜΒΟΛΑ

α

Η σημαία δεν είναι απλώς «τεμάχιον υφάσματος», όπως αναφέρει κάποια παλιά εγκυκλοπαίδεια. Η σημαία είναι σήμερα ένα σύμβολο που εκφράζει κάποιο λαό που ζει σ' ένα κρατικό σύνολο. Είναι ένα σύμβολο που ενσαρκώνει ένα σωρό συναισθήματα και που εμφανίζεται από τα πεδία των μαχών, τις διοικητικές και στρατιωτικές υπηρεσίες μέχρι τα γήπεδα, τις διπλωματικές αποστολές κτλ. Η σημαία στη σημερινή εποχή που ζούμε αποτελεί ένα καθαρά κρατικό σύμβολο, το οποίο εκπροσωπεί την οντότητα του Κράτους μέσα κι έξω απ αυτό. Στην Κύπρο, ορισμένοι θεωρούν ότι η σημαία της Ελλάδας έχει εθνική σημασία. Αλλοι διαφωνούν. Και οι δύο έχουν τα επιχειρήματά τους. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα του μικρού Οδυσσέα Τσενάι, αλβανού στην καταγωγή αριστούχου μαθητή που σήκωσε την Ελληνική σημαία στην παρέλαση. 

Κάθε κράτος έχει το δικό του εθνικό ύμνο, το τραγούδι εκείνο που αντανακλά τα πάθη, τους αγώνες και τα ιδανικά μιας φυλής, ενός έθνους, που στο άκουσμά του οι ψυχές πάλλονται από δέος και τα μάτια δακρύζουν από περηφάνια. Αντίθετα απ' ότι πιστεύεται, εθνικοί ύμνοι υπάρχουν μόνο όπου υπάρχουν κράτη και όχι έθνη. Χρησιμοποιείται και εδώ ο όρος «εθνικός» με τη μοντέρνα του ομολογία, της ταύτισής του δηλαδή με τον όρο «κρατικός». Έτσι, ενώ υπάρχει αραβικό έθνος, δεν υπάρχει αραβικός εθνικός ύμνος αλλά μαροκινός, αιγυπτιακός, συριακός κτλ ύμνοι. Στην πολύπαθη μας Κύπρο από το 1960 μέχρι και το 1966 δεν είχαμε δικό μας εθνικό ύμνο αλλά στις επίσημες περιπτώσεις ανακρουόταν ένα κομμάτι κλασικής μουσικής. Μετά την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από την Κυβέρνηση το 1963, κάπου μέσα στο 1966, όταν έντονες άρχισαν κάποιες ενωτικές φωνές, η Κυβέρνηση εισήγαγε σαν επίσημο ύμνο της Δημοκρατίας τον ελληνικό Εθνικό Ύμνο.


ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΣΗΜΑΙΑ

a

Σύμφωνα με το σύνταγμα της Κύπρου (άρθρο 4), η σημαία που θα είχε το νέο κράτος θα έπρεπε να ήταν ουδέτερου χρώματος. Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος και ο Δρ Fazil Kuçuk έψαχναν να βρουν ένα καλό σχέδιο, κοινής αποδοχής, μάταια όμως. Ο Πρόεδρος Μακάριος είχε ζητήσει από το στενό του συνεργάτη, Νίκο Κρανιδιώτη, να σχεδιάσει μια σημαία, η οποία όμως δεν του άρεσε. Στις 12 Αυγούστου 1960 ένας Τουρκοκύπριος δάσκαλος ζωγραφικής από την Τουρκική Σχολή Itati, φίλος με τον Αντιπρόεδρο Kuçuk, για να παραδώσει στον τελευταίο ένα γράμμα. Στην απεγνωσμένη προσπάθειά του ο Μακάριος να παραδώσει τη σημαία του νεοσύστατου Κράτους στον Αγγλο κυβερνήτη, ζήτησε από το δάσκαλο να σχεδιάσει μια σημαία για την Κύπρο.

Όταν του ζητήθηκε να σχεδιάσει τη νέα σημαία, του είπαν ότι μπορούσε να χρησιμοποιήσει το άσπρο, που εμφανίζεται και στην Ελληνική και στην Τουρκική σημαία, αλλά θα έπρεπε να αποφύγει το κόκκινο, που εμφανίζεται στην Τουρκική σημαία, και το μπλε, που χρησιμοποιείται στην Ελληνική σημαία. Έτσι, κάθισε και σχεδίασε μια χάλκινη Κύπρο, πλαισιωμένη από δύο κλαδιά ελιάς, πάνω σε λευκό χαρτί. Η σημαία αυτή, που έγινε η μετέπειτα Κυπριακή σημαία, ήταν αρεστή στο Μακάριο και τον Kuçuk.

Στο κέντρο της σημαίας υπάρχει το σχήμα του χάρτη της Κύπρου σε κίτρινο χρώμα του χαλκού (144-C). Οι κλάδοι ελιάς κάτω από το σχήμα της Κύπρου έχουν χρώμα πράσινο (336-C), σε αναλογία 3:5, σύμφωνα με τα διεθνή χρώματα PMS. Το λευκό χρησιμοποιήθηκε για να τονίσει τη «νεότητα» της Δημοκρατίας και να δώσει το στίγμα της ειρήνης ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Το κίτρινο χρώμα για το χάρτη της Κύπρου χρησιμοποιήθηκε (αντί του αρχικού χρώματος του χαλκού) για ευκολότερη αναπαραγωγή και συμβολίζει το χαλκό, το μέταλλο που αντιπροσωπεύει την Κύπρο, στην οποία έδωσε και το όνομά της. Το πράσινο (με τους κλάδους ελιάς) συμβολίζει και πάλι την ειρήνη.

Ήταν το πρωί της 16ης Αυγούστου του 1960, που υψωνόταν σ΄ όλα τα δημόσια κτίρια της Κύπρου η σημαία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η πρώτη κυπριακή σημαία που στάλθηκε στο εξωτερικό ήταν αυτή που δωρήθηκε στο Κέντρο Ηθικού Επανοπλισμού, στην Ελβετία. Σήμερα, η κυπριακή σημαία αποτελεί την παρακαταθήκη της Δημοκρατίας στο μαρτυρικό και τουρκοπατημένο τόπο.


a

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΗΜΑΙΑ

a

H ιδέα για τη δημιουργία ελληνικής σημαίας βρέθηκε στο προσκήνιο την αμέσως επομένη της Αλώσεως, για δύο κυρίως λόγους: την αφύπνιση της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων (η Βυζαντινή Αυτοκρατορία τόνιζε κυρίως τη θρησκευτική τους συνείδηση, μιας και στην Αυτοκρατορία μετείχαν πολλοί λαοί) και την αντίσταση προς τον Οθωμανό κατακτητή, ο οποίος ήταν Μουσουλμάνος. Έτσι, σε τοπικό επίπεδο, σχεδιάστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν πολλά και διάφορα φλάμπουρα και μπαϊράκια (για τους αρματολούς και κλέφτες) και παντιέρες (για τους ναυτικούς), τα οποία αν και χρωματικά διέφεραν μεταξύ τους είχαν ένα κοινό: το Σταυρό, ο οποίος συμβόλιζε την πίστη στο Χριστιανισμό.

Η πρώτη επαναστατική σημαία υψώθηκε από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας (22 Μαρτίου 1821). Ήταν τρίχρωμη - μαύρο για τη θυσία, άσπρο για την αδελφότητα, κόκκινο για τον πατριωτισμό - και στη μια όψη έφερε το μυθικό Φοίνικα με την επιγραφή «εκ της στάκτης μου αναγεννώμαι». Στην άλλη όψη είχε κόκκινο σταυρό μέσα σε στεφάνι δάφνης και την επιγραφή «εν τούτω νίκα». Μία μέρα μετά, οι καπεταναίοι Λόντος, Ζαΐμης και Ρούφος μπήκαν στην Πάτρα με κόκκινη σημαία με μαύρο σταυρό πάνω σε αντεστραμμένη λευκή ημισέληνο, κηρύσσοντας επίσημα την Επανάσταση. Αυτή τη σημαία ευλόγησε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, στις 25 Μαρτίου 1821 στο Μοναστήρι της Αγίας Λαύρας και ύστερα στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου όπου πλήθη συνέρρεαν να προσκυνήσουν τον ξύλινο σταυρό και να πάρουν ενθόσημα από ερυθρό ύφασμα από κυανό σταυρό.

Η πρώτη ελληνική σημαία με τη σημερινή της μορφή (γαλάζιο φόντο και λευκός σταυρός) σχεδιάστηκε, ευλογήθηκε και υψώθηκε το 1807 στη Μονή Ευαγγελιστρίας στη Σκίαθο. Σ αυτή ο Νήφων όρκισε τους οπλαρχηγούς Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, Ανδρέα Μιαούλη, Παπαθύμιο Βλαχάβα, Γιάννη Σταθά, Νικοτσάρα, τον Σκιαθίτη διδάσκαλο του Γένους Επιφάνιο-Στέφανο Δημητριάδη και πολλούς άλλους, μετά από μεγάλη σύσκεψη που έκαναν στο Μοναστήρι για να καταστρώσουν το σχέδιο δράσης τους. Παραλλαγή της αποτελεί η σημαία του Παπαφλέσσα, φτιαγμένη από το ράσο και τις λόξες της φουστανέλας ενός συμπολεμιστή του. Μετά  την απελευθέρωση έγινε η πρώτη επίσημη σημαία της Ξηράς του ελεύθερου Ελληνικού Κράτους και μέχρι το 1978 επίσημη σημαία της Ελλάδας.

Η πρώτη ελληνική σημαία, ως επίσημη σημαία (σταυρός στην πάνω εσωτερική γωνιά και 9 γαλανόλευκες λωρίδες) αναρτήθηκε το 1823 στην Κόρινθο, μόλις αυτή απελευθερώθηκε μετά από 364 χρόνια σκλαβιάς και έγινε η πρώτη πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους. Επίσημα, η ελληνική σημαία θεσπίστηκε στην Α Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου (Ιανουάριος 1822), ανταποκρινόμενη στην ανάγκη υπαγωγής όλων των επαναστατικών σωμάτων σε μια ενιαία αρχή. Χρώματά της το λευκό και το γαλάζιο, με το σταυρό. Ενδιαφέρον είναι το ότι μέχρι και το 1828, υπήρχε ξεχωριστή σημαία για τα εμπορικά και τα πολεμικά πλοία. Αυτή έγινε η σημαία Θάλασσας του Ελληνικού Κράτους, που από με το Νόμο 8541 της 21ης Δεκεμβρίου 1978 αποτελεί την επίσημη κρατική σημαία.

Ο Σταυρός συμβολίζει τη χριστιανική πίστη: κατά τη διάρκεια των σκοτεινών χρόνων της Οθωμανικής κατοχής, η Ορθόδοξη Εκκλησία βοήθησε τους σκλαβωμένους Έλληνες να διατηρήσουν τα πολιτιστικά τους χαρακτηριστικά (ελληνική γλώσσα, βυζαντινή θρησκεία, εθνική ταυτότητα), με το θεσμό των κρυφών σχολειών. Το λευκό χρώμα συμβολίζει την αγνότητα του ελληνικού λαού, τα χιονισμένα βουνά, τις αφρισμένες θάλασσες και τις φουστανέλες των στεριανών αγωνιστών. Το γαλάζιο χρώμα τη σοβαρότητα και δύναμη των αγώνων του Έθνους, τον ελληνικό ουρανό, τις γαλάζιες θάλασσες και τις γαλάζιες βράκες των θαλασσινών.

Ο αριθμός των γραμμών είναι βασισμένος στον αριθμό των συλλαβών της φράσης «Ελευθερία ή Θάνατος», σύνθημα κατά την Ελληνική Επανάσταση. Αλλοι υποστηρίζουν πως ο αριθμός των γραμμών στη σημαία είναι ο αριθμός των γραμμάτων της λέξης «Ελευθερία», λέξη η οποία ενέπνεε τις ψυχές των υπόδουλων Ελλήνων προς τον αγώνα για την Ελευθερία μετά από 400 χρόνια σκλαβιάς. Έτσι, ονομάστηκε κυανόλευκη ή γαλανόλευκη. Το σχέδιο με τις εναλλασσόμενες γαλάζιες και λευκές γραμμές είχε διαλεχτεί λόγω της ομοιότητας με την κυματώδη θάλασσα του Αιγαίου που περιβάλλει τις ακτές της Ελλάδας. 

Στις 27 του Οκτώβρη, παραμονή της επετείου του ΟΧΙ, γιορτάζεται και τιμάται η Ελληνική σημαία. Σε όλους τους αγώνες του Έθνους, οι Έλληνες πολέμησαν και υπερασπίστηκαν με τη ζωή τους το ιερό αυτό σύμβολο. Στην Κύπρο για πρώτη φορά υψώθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 1902 από το Μητροπολίτη Κιτίου Κύριλλο Β, στην Ιερά Μονή Τροοδίτισσας, με πρωτοβουλία του Ηγούμενού της Επιφάνιου και στην παρουσία πολλών έγκριτων πολιτών της Λεμεσού.


ΕΘΝΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ

Στους αρχαίους μας προγόνους ψάλλονταν ύμνοι προς τιμή των θεών και των ηρώων ή ως μέρος διαφόρων τελετουργιών. Οι ύμνοι αργότερα μπήκαν και στην Εκκλησία και στα χρόνια του Βυζαντίου αναφωνούνταν για τους αυτοκράτορες και τους ηγεμόνες, καθώς και τα άγια πρόσωπα (Ακάθιστος Ύμνος). Από τους τελευταίους αυτούς ύμνους προς τους αυτοκράτορες προέκυψαν και οι εθνικοί ύμνοι που επικράτησαν και στην Ευρώπη στα τέλη του 17ου αιώνα, και αφού έγινε η σύνθεση και η μελοποίησή τους αποδίδονταν προς τιμή του Έθνους και των ηρώων του.

Ο Ελληνικός Εθνικός Ύμνος γράφηκε από το Ζακυνθινό ποιητή Διονύσιο Σολωμό το Μάιο του 1823, με τον τίτλο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν». Αποτελείται από 158 τετράστιχες στροφές, γραμμένες σε τροχαϊκό μέτρο με πλεκτή ομοιοκαταληξία.

Χαρακτηριστικό είναι ότι η στιγμή που γράφηκε ήταν μια ώρα εθνικής ανδρείας, γενναιότητας και ηρωισμού, μια στιγμή που ο ελληνικός λαός έδειξε τη δύναμή του και τη πίστη του πάνω στο υπέρτατο ιδανικό της ελευθερίας και της αυτοθυσίας. Η συγκεκριμένη στιγμή αφορά στους ηρωικούς αγωνιστές του Μεσολογγίου που κράτησαν την αντίσταση των εχθρών γενναία μέχρι την ηρωική έξοδο. Μακριά, μα κοντά για να ακούγεται η μάχη, στο νησί της Ζακύνθου, απέναντι από το θρυλικό Μεσολόγγι, καθισμένος ο Σολωμός και ακούγοντας τη μάχη έγραψε συγκλονισμένος το ποίημα που αργότερα αποτέλεσε και τον Εθνικό Ύμνο του Ελληνικού κράτους.

Αναφέρεται στην επανάσταση του 1821, στα κατορθώματα των Ελλήνων, σε ηρωικές μάχες και στη στάση που κράτησαν οι ισχυροί της Ευρώπης στον αγώνα των Ελλήνων. Χαιρετάει την Ελευθερία και κάνει έκκληση για την αποφυγή της διχόνοιας. Στάθηκε η πιο τέλεια ποιητική έκφραση του αγώνα του Ελληνικού Έθνους για την ανεξαρτησία του και την κατάκτηση της Ελευθερίας του. Η πρώτη έκδοση του «Εθνικού Ύμνου» έγινε το φθινόπωρο του 1825, όταν ο Θεσσαλονικιός Δημήτριος Μεσθενεύς τον εκτύπωσε στο τυπογραφείο του Μεσολογγίου, σε δύο γλώσσες: ελληνικά και ιταλικά (μετάφραση από το Gaetano Grassetti).  Το 1825 έγινε και η πρώτη γαλλική του μετάφραση από τον Αδαμάντιο Κοραή, που εκδόθηκε στο Παρίσι. Ο Ύμνος είχε μεγάλη απήχηση, μεταφράστηκε σχεδόν αμέσως στις περισσότερες ξένες γλώσσες και η λυρική του φωνή ενίσχυσε το κίνημα του φιλελληνισμού. 

Η μελοποίησή του έγινε από τον Κερκυραίο μουσουργό Νικόλαο Μάντζαρο το 1828, όταν γνωρίστηκε με το Σολωμό. Το μέτρο του (6/4) είναι σχετικά ασυνήθιστο για Ύμνο, συσχετιζόμενο άμεσα με την παραδοσιακή ελληνική χορευτική μουσική.

Ποια είναι όμως η σημασία του Εθνικού Ύμνου για ένα λαό και ιδιαίτερα για τον Ελληνικό; Η απάντηση είναι γνωστή. Όλοι οι αγώνες, τα πάθη, οι ελπίδες είναι αποκρυσταλλωμένες μέσα σε αυτό που λέγεται Εθνικός Ύμνος. Ο Εθνικός Ύμνος πέρα απ όλα αυτά αντανακλά και την ομοψυχία και την εθνική συνείδηση που έχει κάθε έθνος. Γιατί είναι ο ύμνος εκείνος, στο άκουσμα του οποίου όλοι πρέπει να σταθούν προσοχή, και να τιμήσουν με τη στάση τους αυτή, τόσο τα ιδανικά της φυλής τους όσο και αυτούς που θυσιάστηκαν για χάρη αυτών και έδωσαν το πιο πολύτιμο αγαθό, τη ζωή τους δηλαδή. Συνήθως ο Εθνικός Ύμνος ακούγεται με την έπαρση ή την υποστολή της σημαίας. 

Κατά τα χρόνια του Καποδίστρια η Ελλάδα δεν είχε Εθνικό Ύμνο. Στα 1845 και 1849 ο Βασιλιάς Όθωνας συγχάρηκε τόσο το Σολωμό όσο και το Μάντζαρο για το έργο τους, αλλά δεν ήθελε ή δεν θεωρούσε σωστό να αντικαταστήσει το Βασιλικό Ύμνο - ο οποίος ήταν παραλλαγή του Γερμανικού και εξυμνούσε τον Όθωνα και τη Δυναστεία του - με αυτόν των δύο Επτανησίων. Μετά την εκδίωξη του Όθωνα, ο νέος Βασιλιάς Γεώργιος Α αποφάσισε να παραμελήσει την τακτική της εποχής και έψαχνε για κάτι καθαρά Ελληνικό για Εθνικό Ύμνο, τόσο όσον αφορά την ποίηση, όσο και τη μελωδία. Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν ήταν ήδη εκεί, εξαιρετικά δημοφιλής κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, μεταξύ των φιλελλήνων αλλά και των πατριωτών στα μετά-επαναστατικά χρόνια. Για πρώτη φορά ανακρούστηκε επίσημα κατά το 1865 κατά τη μετάβαση του Γεωργίου Α στην Κέρκυρα, με την ευκαιρία της πρώτης επετείου της Ένωσης της Επτανήσου με την Ελλάδα (21 Μαΐου 1864). Έτσι, στις 4 Αυγούστου 1865 με Βασιλικό Διάταγμα οι 24 πρώτες στροφές του Ύμνου εις την Ελευθερίαν καθιερώθηκαν ως Εθνικός Ύμνος, μολονότι συνήθως ψάλλονται οι δύο μόνο πρώτες. 

Η Ελευθερία του Σολωμού δεν είναι τόσο ερωτική και αέρια όπως την Ελευθερία του Delacroix. Είναι περισσότερο θύμηση της εξόριστης αρχαίας θεάς, που ο Σολωμός ταυτίζει με την ίδια την Ελλάδα. Η Ελευθερία, ως μεγαλοπρεπής και απαιτητική θεά, αντικείμενο σεβασμού και θαυμασμού παρά πίστης και πάθους, είναι αυστηρή στη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων και τρυφερή στον πόνο των Ελλήνων. Προσπαθεί να μεταφέρει το μήνυμα της ενότητας, σύμπνοιας και ομοφωνίας, πάντοτε υπερθεματίζοντας το υπέρτατο αγαθό της Ελευθερίας.